- λόπιμον
- λόπιμοςeasily strippedmasc/fem acc sgλόπιμοςeasily strippedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CASTANEA — I. CASTANEA una ex quatuor speciebus nucum γενικωτάταις, quarum nomina apud Graecos, τὸ κάρυον, nux iuglans, τὸ λεπτοκάρυον, minuta nux, τὸ ἀμύγδαλον, amygdalum, καὶ τὸ Κάςτανον, Castanea. Quibus Ausonius pineam nucem adiungit, Technopaegn. de… … Hofmann J. Lexicon universale
λούπινο — (Lupinus). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Το γένος αυτό περιλαμβάνει αρκετά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Αμερική και στην Ασία. Χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά και ως ζωοτροφή, ενώ … Dictionary of Greek